Ο μακρύς δρόμος μιας Εβραιοπούλας από τα Γιάννενα, από τα ναζιστικά στρατόπεδα στην ελευθερία
Πέμπτη 10 Μαΐου 2012
~

στο πετσί τους τον πόνο και τη φρίκη.
Πριν από μερικές μέρες, η 84χρονη σήμερα Άρτεμις Μιρόν άναψε έναν από τους έξι πυρσούς για την Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος στο Γιαντ Βασέμ, στην Ιερουσαλήμ.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι ιθύνοντες του Μουσείου αναγνώρισαν την πολυετή προσφορά της στη μετάφραση και καταγραφή μαρτυριών θυμάτων του Ναζισμού, στη μνήμη των Εβραίων των Ιωαννίνων που έχασαν τη ζωή τους σ' αυτά τα στρατόπεδα της ντροπής.
«Τρεις χιλιάδες Έλληνες ζούσαν στα Ιωάννινα πριν από τον πόλεμο. Χίλιοι κατόρθωσαν να διαφύγουν, ενώ οι υπόλοιποι 2000 εστάλησαν στα ναζιστικά στρατόπεδα. Απ’ αυτούς 1748 δεν επέστρεψαν ποτέ» επισημαίνει η κ. Μιρόν.
Η Άρτεμις Μιρόν, κόρη της Ευτυχίας και του Ιωσήφ Μπατή, γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1928. Ο αδελφός της, Σολομών-Μάκης ήταν έξι χρόνια νεότερός της. Ένα Αυγουστιάτικο βράδυ του 1943, άνδρες των SS εισέβαλαν στο σπίτι της οικογένειας Μπατή και συνέλαβαν τον Ιωσήφ Μπατή, αφού προηγουμένως πήραν δια της βίας όλα τα χρήματα που βρήκαν. Ο πατέρας και ο παππούς της νεαρής τότε κοπέλας δολοφονήθηκαν από τους Ναζί δύο εβδομάδες αργότερα ως αντίποινα στη δράση του κινήματος της Ελληνικής Αντίστασης.
Στις 25 Μαρτίου 1944, οι Εβραίοι των Ιωαννίνων συνελήφθησαν και εστάλησαν στη Λάρισα, απ’ όπου, οχτώ ημέρες αργότερα, τούς επιβίβασαν σε μια εμπορική αμαξοστοιχία, απ’ αυτές που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά ζώων, για το μακρύ ταξίδι προς τα ναζιστικά στρατόπεδα. Το ταξίδι διήρκεσε οχτώ ημέρες μαρτυρικές- χωρίς τροφή και με λιγοστό νερό, σε άθλιες συνθήκες υγιεινής, αφού το τρένο σταμάτησε μόλις τρεις φορές σε όλη τη διαδρομή, μόνο για να μεταφερθούν στο βαγόνι με τους νεκρούς οι σοροί όσων είχαν πεθάνει στη διαδρομή…
Στις 11 Απριλίου, η Άρτεμις, ο Σολομών και η μητέρα τους, η Ευτυχία, διέβησαν την πύλη του κολαστηρίου του Άουσβιτς. Εξαιτίας ενός γούνινου παλτού που της είχε δώσει η μητέρα της, η Άρτεμις έμοιαζε μεγαλύτερη από την ηλικία της, γι’ αυτό και την έβαλαν στην ουρά με το υπό διαλογή εργατικό προσωπικό. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδε τη μητέρα και τον αδελφό της.
Η νεαρή Άρτεμις εξαναγκάστηκε να κάνει εξωτερικές εργασίες, ανεξάρτητα από τις εκάστοτε καιρικές συνθήκες. Τα συναισθήματά της εναλλάσσονταν μεταξύ της απελπισίας και της αισιοδοξίας. Έφτασε πολύ κοντά στο να χάσει κάθε ελπίδα για ζωή, αλλά διατήρησε ζωντανή μέσα της τη φλόγα της ελπίδας ότι, ίσως, κάποια μέρα, ξαναβρεί την οικογένειά της.
Τον Ιανουάριο του 1945, η Άρτεμις ακολούθησε την «πορεία θανάτου» από το Ravensbruck στο Malchow, όπου εργάστηκε σε στρατιωτικό εργοστάσιο. Στις αρχές Μαΐου του ίδιου έτους, οι Σύμμαχοι απελευθέρωσαν το Malchow και η Άρτεμις επέστρεψε στην Ελλάδα. Στην Αθήνα έμαθε ότι ο πατέρας της είχε πεθάνει προτού καν η ίδια εξαναγκαστεί να πάρει τον δρόμο προς το Άουσβιτς. Την πήρε υπό την κηδεμονία του ένας θείος της και έτσι κατάφερε να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές σπουδές της.
Το 1946, ξεκίνησε να βρει τη δική της «Γη της Επαγγελίας» στο Ισραήλ, όπου και ζει ως σήμερα, έχοντας δημιουργήσει, μαζί με τον σύζυγό της, μια μεγάλη οικογένεια, με τρία παιδιά, δέκα εγγόνια κι ένα δισέγγονο.
«Ως το 1990, δεν μιλούσα ανοιχτά για όσα βίωσα ούτε στα ίδια μου τα παιδιά. Ούτε αυτά με ρωτούσαν, γιατί δεν ήθελαν να ‘ξύσουν’ την πληγή. Σήμερα, μπορώ να μιλάω γι' αυτά χωρίς να κλαίω κι αισθάνομαι πως είναι χρέος μου να τα λέω για να γνωρίζουν και οι επόμενες γενιές» τονίζει η κ. Μιρόν.
Σ.Παπαδοπούλου