Δέχεται μόνο κεφάλαια μνήμης, καταθέσεις «ψυχής», αναλήψεις προσωπικών ιστοριών και επενδύσεις στο παρελθόν. Ο λόγος για την Τράπεζα Αναμνήσεων, έναν θεσμό που μετά την εμφάνισή του σε δεκάδες χώρες όλου του κόσμου, δημιουργήθηκε και στην Ελλάδα. Η ελληνική Τράπεζα Αναμνήσεων είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός, που ιδρύθηκε τον Μάιο του 2011, με σκοπό τη διαφύλαξη και προώθηση της Ιστορίας και του Πολιτισμού, μέσω της προβολής της ατομικής και συλλογικής μνήμης, την ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση των νέων γενεών, για τη σπουδαιότητα της διατήρησης της συλλογικής μνήμης και τη γεφύρωση του χάσματος των γενεών, μέσω της αναγνώρισης του σημαντικού ρόλου της Τρίτης Ηλικίας στην εξέλιξη της κοινωνίας και του πολιτισμού.
«Η Ιστορία δεν είναι ένα μάθημα βαρετό. Η Ιστορία είναι στη διπλανή πόρτα, στην κυρία που έζησε την πείνα και τη φρίκη του πολέμου, στο ζευγάρι που μετανάστευσε, στις εμπειρίες των προηγούμενων γενεών. Πολλοί από εμάς αναπολούμε τις ιστορίες που ακούγαμε από τους παππούδες μας. Με το πέρασμα του χρόνου εκτιμούμε την αξία τους και συχνά ανατρέχουμε σε αυτές για να αντλήσουμε έμπνευση. Η Τράπεζα Αναμνήσεων έχει σκοπό να μεταφέρει λίγη από αυτή τη μαγεία σε όποιον αφιερώσει λίγα λεπτά για να διηγηθεί, λίγα λεπτά για να ακούσει», εξηγεί η Μαρίνα Σαρλή, εκ των δημιουργών του ελληνικού εγχειρήματος.
Προσθέτει ακόμα ότι «η ιδέα μου ήρθε όταν έμεινα έγκυος και πέθανε η γιαγιά μου. Τότε σκέφτηκα ότι η κόρη μου δεν θα έχει την ευκαιρία να ακούσει ποτέ τις ιστορίες που άκουσα εγώ από τη γιαγιά μου. Τα μαθήματα ζωής που παίρνεις από τις ιστορίες αυτές είναι εντυπωσιακά, γι’ αυτό και πρέπει να τις διατηρήσουμε».
Η ελληνική Τράπεζα Αναμνήσεων απαρτίζεται από εθελοντές, «εξερευνητές αναμνήσεων» αποκαλούνται, οι οποίοι με τη βοήθεια μίας βιντεοκάμερας, ενός κινητού τηλεφώνου ή ενός μαγνητοφώνου καταγράφουν τις αναμνήσεις των συνανθρώπων τους. Η εθελοντική συμμετοχή είναι αναγκαία για την επιτυχία του εγχειρήματος. «Θέλουμε να συνεργαστούμε και με σχολεία, προκειμένου να κατανοήσουν οι νέοι τη σημασία του παρελθόντος», τονίζει η κ. Σαρλή.
Οι αφηγητές, που πρέπει να έχουν γεννηθεί πριν από το 1950, δίνουν τη μαρτυρία τους αυθόρμητα και είναι ελεύθεροι να αποφασίσουν το θέμα που θα αφηγηθούν, με μόνο περιορισμό το σεβασμό ηθικών και νομικών κανόνων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της απήχησης που έχει στους αφηγητές αυτή η πρωτοβουλία αποτέλεσε ο 84χρονος Νίκος Πατρίκιος, ο οποίος έλεγε συγκινημένος στους εκπροσώπους της Τράπεζας Αναμνήσεων πως όταν ήταν μικρός οι παππούδες αποτελούσαν σημείο αναφοράς για την οικογένεια, ενώ σήμερα πηγή γνώσης για την οικογένεια αποτελούν τα εγγόνια που χειρίζονται την τεχνολογία και αντίθετα οι ηλικιωμένοι αισθάνονται περιττοί.
Το οπτικοακουστικό υλικό με ιστορίες, αναμνήσεις και βιώματα απλών ανθρώπων που παράγεται, αρχειοθετείται διαδικτυακά με βάση τη θεματολογία του. Μέχρι σήμερα έχουν καταγραφεί στην ελληνική Τράπεζα Αναμνήσεων 40 ιστορίες δέκα ανθρώπων. Οι προσωπικές ιστορίες είναι διαθέσιμες μέσω της ιστοσελίδας www.bankofmemories.gr (θα είναι πλήρως εμπλουτισμένη με υλικό στις αρχές Ιανουαρίου). Επίσης, πρόσφατα οι Τράπεζες Αναμνήσεων της Ιταλίας και της Ελλάδας έλαβαν χρηματοδότηση από τη δράση «Active European Remembrance» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να καταγράψουν τις αναμνήσεις των τελευταίων επιζώντων από στρατόπεδα συγκέντρωσης και την κατάρτιση εκπαιδευτικού προγράμματος για τη διδασκαλία των γεγονότων του Β’ Παγκοσμίου πολέμου στα σχολεία με διαδραστικό τρόπο.
Να σημειωθεί ότι η ελληνική Τράπεζα Αναμνήσεων είναι εταίρος του διεθνούς μη κερδοσκοπικού προγράμματος «MEMORO-The Bank of Memories» (http://www.memoro.org). Η πρώτη Τράπεζα Αναμνήσεων- μέλος του δικτύου «Memoro» δημιουργήθηκε στην Ιταλία το 2007. Τράπεζες Αναμνήσεων έχουν δημιουργηθεί, επίσης, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Αγγλία, στις ΗΠΑ, στην Αργεντινή, στο Πουέρτο Ρίκο, στη Βενεζουέλα, στο Καμερούν και στην Ιαπωνία. Σύντομα θα προστεθούν στο δίκτυο οι Τράπεζες Αναμνήσεων του Βελγίου, της Πολωνίας και της Κολομβίας. Μέχρι σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν συλλεχθεί περισσότερα από 1.700.000 βίντεο, ενώ περισσότερα από 3.500.000 άτομα έχουν επισκεφθεί τις ιστοσελίδες του Memoro.
Αναμνήσεις…
Η 88χρονη Ερασμία Ραφτοπούλου έχει να διηγηθεί μία πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, «πρώτη ύλη» για χολιγουντιανές επιτυχίες. Συγκαταλέγεται στις νύφες που γνώρισαν τους μέλλοντες συζύγους τους από φωτογραφία και στα τέλη της δεκαετίας του ’40 πήγε στην Αυστραλία προκειμένου να παντρευτεί. Μέχρι εδώ η ιστορία της παραπέμπει στις «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη. Ωστόσο, η συγκεκριμένη πτυχή δεν αποτελεί το μόνο ενδιαφέρον στην ιστορία της, καθώς στην Αυστραλία γνώρισε και έναν ακόμα πολύ σημαντικό άνδρα της ζωής της, τον μετανάστη πατέρα της. «Είχα αγωνία, γιατί θα έβλεπα για πρώτη φορά τον πατέρα μου που είχε φύγει όταν η μαμά μου είχε μείνει έγκυος», θυμάται.
Η Πηνελόπη Πατρικίου γεννήθηκε το 1935. Ο σύζυγός της, Νίκος Πατρίκιος πήρε την απόφαση το 1947 να φύγει από την Ιθάκη και να μεταναστεύσει στη Νότια Αφρική. Περίπου δέκα χρόνια μετά τον ακολούθησε και η κ. Πηνελόπη. Όπως εξιστορεί, έφυγε πεινασμένη από την Ελλάδα και η Νότια Αφρική της φάνηκε αρχικά παράδεισος. «Όταν φτάσαμε στο Ντέρμπαν είδα ένα παράδεισο, δεν έβλεπα τίποτα άλλο, πράσινο και λουλούδια. Μείναμε δύο μέρες εκεί και φύγαμε για το Γιοχάνεσμπουργκ, όπου η διαδρομή είχε πράσινο και απέραντες εκτάσεις. Έβλεπες πέρα μακριά και νόμιζες ότι ο ουρανός είναι ενωμένος με τη γη», περιγράφει. Ωστόσο, σύντομα αντιλήφθηκε πόσο έντονος ήταν εκεί ο ρατσισμός εναντίον των μαύρων συνανθρώπων τους. «Κατάλαβα πως είμαι σε μία χώρα που δεν μπορώ να μιλάω με όλους τους ανθρώπους. Υπήρχε ο ρατσισμός, πολλοί άνθρωποι τον ένιωθαν χωρίς κακία, έτσι ήταν ο νόμος και έτσι έπρεπε να κάνουν. Ο μαύρος να μην κάθεται στο τραπέζι σου, να μην κάθεται στο εστιατόριο που κάθεσαι εσύ, ο μαύρος να κατεβαίνει από το πεζοδρόμιο όταν περνούσε ο λευκός», αναφέρει.
Η Ειρήνη Λαζαρίδη Ποικιλίδη γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 1928 και περιγράφει τη ζωή της οικογένειάς της, μία από τις τελευταίες τρεις οικογένειες που έζησαν στην Τραπεζούντα μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και αυτό επειδή είχε ρώσικο διαβατήριο. «Επειδή δεν είχε ελληνικό σχολειό, πήγαμε σε τουρκικό. Καλά περάσαμε όσο ήμασταν εκεί, δεν μας πείραξαν. Τα σπίτια μας τα πήρανε, είχαμε ένα μόνο που με το δικαστήριο το κρατήσαμε και εκεί μέναμε. […]Η μαμά μου έλεγε στο σπίτι να μιλάτε ελληνικά, έξω να μιλήσετε τούρκικα. […] Εκεί πολλοί ήταν κρυφοί χριστιανοί, αλλά φύγανε», θυμάται. Το 1949 η οικογένειά της μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη.
Η 79χρονη Χριστίνα Κουβαρά περιγράφει την περίοδο της Κατοχής και την πείνα που βίωσε σε μικρή ηλικία. Όπως θυμάται, δεν θα είχε καταφέρει να επιζήσει εάν δεν συναντούσε έναν Αυστριακό στρατιώτη, θαμώνα στο καφενείο των γονιών της, ο οποίος της έδινε φαγητό, επειδή του θύμιζε τη συνομήλικη κόρη του!
Μαρία Κουζινοπούλου