…aus Griechenland mit liebe… (της Μαρίας Κανελλάκη)
Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012
~
Πήρα το μήνυμά σου. Τα’χεις πάρει κρανίο. Βουνό το δίκιο σου «φίλη» μου. Με διευκόλυνες μία, με διευκόλυνες δύο... τρεις.... και δώστου να με δανείζεις... Εεε νισάφι! Ήρθαν και ξεχείλωσαν τα χρέη μου, σαν κάτι κοιλιές στο υπουργικό τραπέζι. Κι εκτός απ’ το ότι πρέπει να σου παραχωρήσω τώρα ότι έχω και δεν έχω, πρέπει να λουφάξω στη γωνιά μου και να φάω στη μάπα τη χριστομάθεια περί «γερμανικού μοντέλου», με τον τεντωμένο δείκτη σου να με στοχεύει στο δόξα πατρί.
Μου λες για το πόσο εργατικοί και πειθαρχημένοι πολίτες είστε. Πόσο ευλαβικά τηρείτε τα ωράρια. ΄Ολα στην ώρα τους. Τρένα, αεροπλάνα, πλοία, ποδήλατα, ρόλερ, πατίνια, βρεφικά καροτσάκια. ΄Ολα καθαρά και ατσαλάκωτα. Σαν τα σακάκια που φοράει η καγκελάριός σας. Καλοραμμένα, ακριβοπληρωμένα και κομψά. Με τα στήθια να ασφυκτιούν μεν κάτω απ’ τα κουμπιά, αλλά να πειθαρχούν δε, ως οφείλουν. Οι δρόμοι είναι καθαροί, οι κήποι είναι ανθηροί, τα σπίτια είναι ομοιόμορφα, οι πλατείες είναι καταπράσινες, τα ποτάμια είναι γαλήνια, οι υπάλληλοι είναι συνεπείς, οι μπυραρίες κλείνουν στην ώρα τους, τα νοσοκομεία είναι πλήρως εξοπλισμένα, τα σχολεία μαθαίνουν στα παιδιά τα γερμανικά ιδεώδη, οι ηλικιωμένοι ζουν με αξιοπρέπεια, οι βιομηχανίες αναπτύσσονται, τα εργοστάσια παράγουν από σαμπουάν μέχρι αυτοκίνητα, οι εξαγωγές πάνε καλά, το ηθικό καλύτερα και αν κάτι σκιάζει την ιστορία σας, το ψεκάζετε με Zyklon B και καθαρίσατε. Δοκιμασμένη και σίγουρη η συνταγή της επιτυχίας σας: “ARBEIT MACHT FREI", σύμφωνα με την ταμπέλα του υποκαταστήματος στο Αουσβιτς ("Η εργασία απελευθερώνει").
Εμείς εδώ... μπανανία. Όλα αφημένα στην τύχη τους. Το είπε κι ο φύλαρχος: «O λαός μου είναι διεφθαρμένος ως το μεδούλι». Βουνό το δίκιο του. Είμαστε όλοι κατάπτυστοι και άξιοι της μοίρας μας. Η τιμωρία μας είναι δίκαιη. Αλυσοδεμένοι με χρέη που θα πληρώνουν οι απόγονοί μας μέχρι ... τρίτης (και βάλε) παρουσίας. Κανονικά έπρεπε να μας εκτελέσουν. Να μας συγκεντρώνουν όλους τμηματικά και, ανάλογα με τη βαθμίδα διαφθοράς του καθενός μας, να μας εξαϋλώνουν, να μας διακτινίζουν στο διάστημα, να μας κάνουν αστερόσκονη. Μεγάλη καρδιά όμως οι δανειστές μας. Δείχνουν επιείκια. Βέβαια, δείχνουμε κι εμείς μεταμέλεια. Ξαφνικά μας έπιασε μια ομαδική υστερία αυτοκριτικής και αυτομαστιγώματος, άνευ προηγουμένου. Τηλεοράσεις και ντελάληδες, φυλλάδες και ραδιόφωνα, οικονομικοί αναλυτές και άνθρωποι της τέχνης, αρπάξαν τις ντουντούκες και επιβεβαιώνουν με στόμφο την επιπολαιότητα, την κουτοπονηριά και την κολασμένη λαιμαργία μας να τρώμε & να καταβροχθίζουμε. Είμαστε «γουρούνια» με σφραγίδα πιστοποίησης, «φίλη» μου. Εγώ τι? Δεν έχω λόγο να διαφωνήσω. Για να το λένε όλοι, έτσι θα’ναι. Προφανώς έπαθα μερική αμνησία και δεν θυμάμαι την περίοδο των διονυσιακών οργίων που έτρωγα κι εγώ ασταμάτητα και επιδιδόμουν σε αχαλίνωτες ρεμούλες και επαίσχυντα σκάνδαλα.
Λοιπόν, ας κάνουμε ταμείο να τελειώνουμε. ΄Οχι ότι θα σε ξοφλήσω, αλλά να μην κρατάω άλλο πάνω μου αυτά που σου ανήκουν πλέον. Δικαιωματικά. Και με τη βούλα των ειδικών. ΄Εχουμε και λέμε:
Μαζί με κάτι οικονομίες που είχα για να καλύπτω τη γονεϊκή μου ανασφάλεια («για μια ώρα ανάγκης, μη τύχει κάτι στα παιδιά»), αδειάζω τσέπες, κουμπαράδες, συρτάρια, μπαούλα, τα βελούδινα κουτάκια με τους βαφτιστικούς σταυρούς, τη λίρα που μας είχε κάνει δώρο ο θείος απ’ την Αμερική (ήτοι επιστροφή αμερικανικής βοήθειας), τον τσεκουρωμένο μισθό μου & το κατακρεουργημένο μου εισόδημα. Το σπίτι, τα έπιπλα, τα ηλεκτρικά, τα ρούχα μας.
Σου στέλνω ακόμα τον αέρα που μου αναλογεί, τη θάλασσα και το βουνό μου. Την ιστορία μου, που αν δεν τη θέλεις, μπορείς να την κόψεις κομματάκια και να την κάνεις ξεσκονόπανο. Είναι από καλό ύφασμα και λυπάμαι να την πετάξω. Τη γλώσσα μου που δεν έχει αντίκρισμα στην Ευρώπη, αλλά είναι συλλεκτικό κομμάτι. Ίσως μετά από χρόνια, βρει τη χαμένη της αξία. Τα κειμήλια των προγόνων μου, τις εικόνες, τα παλιά ασημένια νομίσματα, τις δαντέλες της γιαγιάς, τα λινά τραπεζομάντηλα, τη λύρα και το μπουλγαρί του παππού, δυό τενεκέδες ελαιόλαδο απ’ τους πρόποδες του Ψηλορείτη και μπόλικο ρακόμελο.
Λυπάμαι μόνο γι αυτά που δεν μπορώ και δεν θα στα δώσω ποτέ. Δεν μεταβιβάζονται, δεν εξαγοράζονται, δεν εκβιάζονται καν. Δεν μετατρέπονται σε ομόλογα, δεν έχουν αγοραστική αξία και είναι ακόμα άγνωστα σε σας, γι αυτό και ανεκτίμητα. Οπότε τα κρατάω και πορεύομαι στο εξής μ’ αυτά:
Τα χρώματα, τις γεύσεις και τις μυρωδιές της πατρίδας μου. Τους ήχους. Το φως. Τη μητρική αγκαλιά της θάλασσας. Άλλοτε φουρτουνιασμένη και άγρια, κι άλλοτε τρυφερή και γαληνεμένη. Τον ήλιο. Το θυμάρι και το δίκταμο. Το στοίχημα να περπατήσω και φέτος το φαράγγι. Τη μουσική. Τη λύρα με το λαούτο. Το ξεσήκωμα. Το χορό. Την περηφάνεια. Το τίναγμα στον αέρα. Τα «παλληκάρια» (δεν υπάρχει αντίστοιχη ερμηνεία σε καμμιά γλώσσα του κόσμου, οπότε... τι να σου εξηγώ τώρα?). Το φαγητό που μυρίζει σ’ όλες τις εξώπορτες τα μεσημέρια. Συνήθως είναι γεμιστά. Με μάραθο και δυόσμο. Τα ανοιγμένα χέρια – φτερούγες της γιαγιάς. Το καλωσόρισμα στην ασβεστωμένη αυλή. Την ώρα που τα τζιτζίκια είναι στα μεγάλα ντουζένια τους. Πλάϊ στα πιθάρια με τις μπουκαμβίλιες και τα γιασεμιά. Τη φασαρία στο τραπέζι. Το τσούγκρισμα των ποτηριών. Το σφιχταγκάλιασμα. Το φιλότιμο (μη μεταφράσιμη λέξη επίσης). Το ηλιοβασίλεμα πάνω απ’ την παλιά πόλη. Φωνές παντού. Ντοπιολαλιές. Λέξεις κρυστάλλινες, εκφράσεις με στρογγυλεμένες καταλήξεις και αυτοσχέδιες μαντινάδες. Το γλέντι. Την υπερβολή παντού. Στον πόνο, στην αγάπη και στον καημό. Το μοίρασμα. Το αλισβερίσι με προϊόντα. Τα ντόπια μας «νομίσματα» που δεν υπάρχουν στις διεθνείς τράπεζες. Μόνο στο δικό μας «χρηματιστήριο»: Τους χοχλιούς. Τη ξυνομυζήθρα και τη γραβιέρα. Την κριθαροκουλούρα με ανθοτύρι . Τα κεράσματα. Η φιλοξενία στο μεγαλείο της. Να σε πνίγει στις ρακές και στα καλτσούνια. Οι σύντεκνοι. Το δειλινό στο λιμάνι. Και τις βάρκες ολόγυρα σαν πολύχρωμη δαντέλα. Μακρύς ο κατάλογος και δεν τελειώνει ποτέ...
Λόγω κακοτράχαλης μορφολογίας του εδάφους και των ανθρώπων, σου λέω πως θα δυσκολευτείτε λίγο να ισιώσετε και να λειάνετε τούτο τον τόπο. Να τον κάνετε αφόρητα ομοιόμορφο και να τον γυαλίσετε με το ευρωπαϊκό λούστρο και τη μονοτονία της απόλυτης ευταξίας.
Ζωή με οργάνωση αλλά χωρίς προσωπικότητα? Κουζουλάθηκες?
Αουφίντερζεν «φίλη» μου.