Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι.

Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

Ένας ήλιος που όμοιός του δεν υπάρχει αλλού και ας είναι όταν δεν τον έχουμε να τον αναζητάμε και όταν έρχεται να τον διώχνουμε.

Άνθρωποι γαρ είμαστε...

«Το όραμα για μιαν άλλη Ευρώπη» από τον Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ

~ Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011
Τι στάση οφείλει να κρατήσει κανείς όταν ο πόλεμος και η κατοχή τον έχουν οδηγήσει μακριά από την πατρίδα του και είναι υποχρεωμένος να παρακολουθεί ανήμπορος τις περιπέτειες και τα βάσανα όλων εκείνων οι οποίοι έχουν μείνει πίσω; Πόσο μεγάλο είναι το βάρος που φέρει στη συνείδησή του και με ποιον τρόπο μπορεί να αντιμετωπίσει τις αναμνήσεις του;
Τον Δεκέμβριο του 1940, όταν ο ναζισμός έχει πατήσει την μπότα του σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, ο Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ, που είναι είναι ήδη έμπειρος πιλότος και γνωστός συγγραφέας, αποφασίζει να φύγει για την Αμερική με ενδιάμεσο σταθμό την Πορτογαλία. Λίγο νωρίτερα έχει συναντήσει στις Κεντρικές Άλπεις τον Εβραίο φίλο του Λεόν Βερτ, που του δίνει ένα κείμενο στο οποίο αφηγείται τη δική του έξοδο από την κατεχόμενη Γαλλία. Ο Εξυπερύ το παίρνει μαζί του για να βρει εκδότη στις ΗΠΑ (το κείμενο τιτλοφορείται "Τριάντα-τρεις ημέρες"), αλλά η αφήγηση του Βερτ, για άγνωστους λόγους, δεν θα δει ποτέ το φως της δημοσιότητας.
Θα απομείνει ο πρόλογος που έγραψε για τον Βερτ ο Εξυπερύ, που θα δημοσιευτεί με τον τίτλο "Γράμμα σ' έναν φίλο" το 1943. Πρόκειται για τη χρονιά κατά την οποία δημοσιεύεται και ο "Μικρός Πρίγκιπας", που θα κάνει τον Εξυπερύ έναν από τους διασημότερους συγγραφείς της υδρογείου.
Εκτεταμένα, όμως, έχει συζητηθεί και το "Γράμμα σ' έναν φίλο", που κυκλοφορεί τώρα από τις εκδόσεις Πατάκη σ' ένα κομψό τομίδιο σε μετάφραση Μιχάλη Μακρόπουλου (εισαγωγικό σημείωμα Francoise Gerbod).
Η δυσφορία του Εξυπερύ όσο παραμένει στη Λισαβόνα δεν κρύβεται. Η πόλη δεν έχει γνωρίσει τη μήνι του πολέμου κι αυτό της προσδίδει μιαν όψη ξενοιασιάς και ευτυχίας που σχεδόν ανατριχιάζει τον ανήσυχο επισκέπτη της, ο οποίος διακρίνει με τρόμο τον παρακμιακό τρόπο ζωής των ευρωπαίων φυγάδων στο δυτικότερο άκρο της Γηραιάς Ηπείρου. Κι όταν, όμως, φτάνει στις ΗΠΑ, ο Εξυπερύ δεν αλλάζει τα αισθήματά του. Η κοινωνία της αφθονίας και της αποθέωσης του υλικού πολιτισμού τον ρίχνει σ' έναν έντονο σκεπτικισμό, ο οποίος του στερεί την οποιαδήποτε χαρά και απόλαυση.
O Εξυπερύ δεν θα χάσει, παρόλα αυτά, το παιχνίδι. Επιστρατεύοντας τις μνήμες του από τη σχέση του με τον Βερτ, καθώς και από τους δεσμούς που συνήψε με αγνώστους είτε στη Σαχάρα είτε στη ρημαγμένη από τον Εμφύλιο Ισπανία, θα βρει την ευκαιρία να υμνήσει τη συνένωση των ανθρώπων πέρα από τα φυλετικά και τα εθνικά όρια και μακριά από τις αυταπάτες της σπάταλης ευωχίας και της νευρωτικής ευμάρειας. Η φιλία θα πάρει το πάνω χέρι στην αφήγησή του, νικώντας την αρχική του κατάθλιψη και γεμίζοντάς τον κουράγιο για την παραμονή του σ' έναν απρόσωπο αν όχι και αλλοτριωμένο από την έλλειψη αγωνίας τόπο. Έτσι, η ενοχή για όσους υποφέρουν στην Ευρώπη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα διαφυγής σε μιαν ελεύθερη χώρα όπως η Αμερική, αντισταθμίζεται από τη μνημονική επιστροφή σε μιαν άλλη Ευρώπη: την Ευρώπη της φιλίας και της συντροφικής απαντοχής.
Όπως κι αν το δούμε, είναι ένα μήνυμα ενθάρρυνσης για τον δύσκολο ευρωπαϊκό χρόνο που ξεκινάει σε λίγες ημέρες τα πρώτα βήματά του.
INFO
Ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ, που έχει γράψει ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία στον κόσμο, τον "Μικρό Πρίγκιπα", τον οποίο έχουν λατρέψει αδιακρίτως μικροί και μεγάλοι, γεννήθηκε στη Λυόν το 1900 και έγινε πιλότος στη Γαλλική Αεροπορική Εταιρεία και στη εταιρεία ταχυδρομικών αεροσκαφών Λατεκέρ (Latecoere). Διηύθυνε την Aeroposta Argentina στο Μπουένος Άιρες και εν συνεχεία εργάστηκε ως ανταποκριτής της "France-Soirs" πρώτα στη Ρωσία και κατόπιν στην Ισπανία του Εμφυλίου Πολέμου. Στις 31 Ιουλίου του 1944 πραγματοποίησε μια αναγνωριστική πτήση πάνω από την κοιλάδα του Ρήνου (ενδεχομένως και στα ανοιχτά της Κορσικής) από την οποία δεν επέστρεψε ποτέ. Ανάμεσα στα πιο γνωστά του μυθιστορήματα είναι το "Ταχυδρομείο του Νότου" (1928), η "Νυχτερινή πτήση" (1931) και "Η γη των ανθρώπων" (1939).
του Βαγγ. Χατζηβασιλείου






Share