Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι.

Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

Ένας ήλιος που όμοιός του δεν υπάρχει αλλού και ας είναι όταν δεν τον έχουμε να τον αναζητάμε και όταν έρχεται να τον διώχνουμε.

Άνθρωποι γαρ είμαστε...

300 χρόνια Ρουσσώ

~ Σάββατο 4 Αυγούστου 2012

 
 
Του Σωτήρη Βανδώρου *
Έχουν περάσει πια 300 χρόνια από τη γέννησή του (1712) και 250 χρόνια από την έκδοση του μείζονος πολιτικού του έργου, του Κοινωνικού Συμβολαίου, και της πραγματείας του περί αγωγής, του Αιμίλιου, που εκδόθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα το 1762.
Και ποτέ το ενδιαφέρον για τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, που αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές της νεότερης εποχής, δεν ήταν μεγαλύτερο. Στο «Σιωπηλό βλέμμα» που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Σαββάλα και από το οποίο προδημοσιεύουμε παρακάτω ένα απόσπασμα, επιχειρείται μια συστηματική ανασύσταση της πολιτικής θεωρίας του με άξονα τις περίπλοκες όσο κι αντιφατικές θέσεις του «πολίτη της Γενεύης» σχετικά με το βλέμμα και την ομιλία.
Η εκ των έσω διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών και της δημοκρατικής διαβούλευσης, οι συνέπειες της διαμεσολάβησης των μηχανισμών μαζικής επικοινωνίας και της κουλτούρας του θεάματος στην πολιτική διαδικασία, η ανάπτυξη δομών ελέγχου κι επιτήρησης που αναδιαρθρώνουν τις εξουσιαστικές σχέσεις, ο «πειρασμός» του λαϊκισμού κ.ά. αποτελούν σύγχρονα ερωτήματα που υποκίνησαν εμμέσως την έρευνα που κατέληξε σε αυτό το δοκίμιο. Έτσι, ενώ ο Ρουσσώ καταλαμβάνει μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία του πολιτικού στοχασμού, πότε ως συνοδοιπόρος, πότε ως αντίπαλος των γάλλων Διαφωτιστών, εμφανίζεται επιπλέον ως δικός μας «συνομιλητής», ακριβώς ίσως επειδή οι λογαριασμοί μας με το Διαφωτισμό παραμένουν ανοιχτοί.
socialcontract-page«…Το Κοινωνικό Συμβόλαιο θεωρείται ευρέως ένας από τους κλασικούς και σπουδαιότερους τόπους του πολιτικού βολονταρισμού, της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας. Είναι πιστεύω φανερό, με βάση την προηγηθείσα ανάλυση, ότι αυτή η ανάγνωση είναι μονομερής. Διότι αν η προσήλωση του Ρουσσώ σε αυτά που θα αποκαλούσαμε δημοκρατικά ιδεώδη (ελευθερία, ισότητα, κοινωνική δικαιοσύνη κτλ.) είναι εντυπωσιακά εκπεφρασμένη, ειλικρινής και βαθιά, δεν είναι εξίσου ανεπιφύλακτη και χωρίς δεύτερες σκέψεις. Έτσι, αν σε επίπεδο αρχής και γενικών διακηρύξεων, εντοπίζει την πηγή της νομιμοποιημένης εξουσίας στη λαϊκή κυριαρχία, κι αν στο ίδιο επίπεδο παρουσιάζει την ελεύθερη θέληση ως το ύστατο θεμέλιο της πολιτείας, στο επίπεδο των θεσμών, των διαδικασιών και των εν γένει πολιτικών διεργασιών παρουσιάζεται ένα πλέγμα μέτρων που υπονομεύουν, παραλλάσσουν, περιορίζουν ακριβώς την ελεύθερη θέληση και τη λαϊκή κυριαρχία.
Αν η ανάληψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας, καινοτομίας και ρήξης προς τη, μη επιδεχόμενη εξέταση κι αμφισβήτηση, καθαγιασμένη παράδοση των ηθών εξισώνεται με ένα βήμα προς την ηθική καταστροφή και την πολιτική παρακμή, τότε η θέληση αντιμετωπίζει ένα ασφυκτικά περιορισμένο πλαίσιο δράσης. Στην πράξη υποβιβάζεται στην προτίμηση μεταξύ δεδομένων επιλογών (που κι αυτές είναι παραλλαγές του ίδιου ομοιογενούς προτύπου) κι αποστερείται της κρίσιμης διάστασής της, της δυνατότητας για δημιουργία μιας νέας αρχής. Έτσι, με όλους τους περιορισμούς κι εμπόδια που είδαμε ότι αντιμετωπίζει, μπορεί μεν να διασώζεται από την ενδεχόμενη έκπτωσή της σε αυθαίρετο ντεσιζιονισμό, αλλά ταυτόχρονα μένει κολοβή κι ανήμπορη.
Δεν υπάρχει εξάλλου πλέον αμφιβολία, πιστεύω, ότι ο Ρουσσώ έχει αμφιθυμία απέναντι στο λαό. Ως συλλογικό υποκείμενο που υφίσταται την αδικία και την εκμετάλλευση των αρχόντων και των ισχυρών κερδίζει όλη τη συμπάθεια και την υποστήριξή του. Κι εντοπίζει σε αυτό το υποκείμενο το φορέα καθολικών ηθικοπολιτικών αξιών που πρέπει να εκπορευτούν και να πραγματωθούν από το ίδιο. Εξυψώνεται στο καθεστώς ενός υποστασιοποιημένου συλλογικού όντος που δεν έχει ανάγκη τίποτε εξωτερικό προς το ίδιο προκειμένου να αυτοπροσδιοριστεί και να δράσει. Όταν, όμως, πράγματι φτάνει η στιγμή της απόφασης, ο Ρουσσώ φαίνεται να μην έχει πλέον εμπιστοσύνη προς αυτό το ον που χάνει αίφνης την παντοδυναμία του και προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά του αδύναμου, ανοργάνωτου, χειραγωγούμενου κι ανυπόληπτου πλήθους.
rousseauportrait-sΤότε χρειάζεται την καθοδήγηση, ας ελπίσουμε καλοπροαίρετη, των επαϊόντων στους οποίους μπορεί να συγχωρεθεί και η χρήση της πειθούς εφόσον γίνεται για καλό σκοπό. Η «δημοκρατία» είναι επιθυμητή, αλλά η άσκηση της υπερβολικά απαιτητική υπόθεση για να αφεθεί στις άστατες διακυμάνσεις της γνώμης του πλήθους. Πάνω από όλα, πρέπει να διαφυλαχθεί η ομαλή λειτουργία του κράτους και να αποτραπούν η αβεβαιότητα και η κρίση. Οι πολίτες του κοινωνικού συμβολαίου μπορούν λοιπόν να συγκεντρώνονται δημοσίως στη γενική συνέλευση και να επιβεβαιώνουν τελετουργικά την «κυριαρχία» και την ομοψυχία τους (όχι όμως και, κυριολεκτικά μιλώντας, την ομο-φωνία τους) και ταυτόχρονα να εναποθέτουν «τις καθημερινές λεπτομέρειες της διοίκησης» στους άξιους κυβερνώντες τους.
Οι ίδιοι αποζημιώνονται με την επιστράτευσή τους σε δημόσιες λειτουργίες, αλλά κυρίως με την απόλαυση των ηθών τους που μπορούμε καθόλου αβάσιμα να υποθέσουμε ότι περιλαμβάνουν –όπως στη Γενεύη και την Πολωνία– πλήθος από θεάματα και γιορτές. Εκεί, δηλαδή στη θαλπωρή της κοινότητας, θα παρηγορηθούν με τον καλύτερο τρόπο για την πολιτική χειραγώγηση που υφίστανται ως εάν να βρίσκονται στην αγκαλιά της στοργικής «μητέρας»: θα γλεντήσουν την πανηγυρική από κοινού παρουσία των ομοιόμορφων συμπολιτών-αδελφών τους, θα τραγουδήσουν (εδώ η φωνή επιτρέπεται, καθώς πρόκειται για προεξοφλημένη ομο-φωνία), θα χορέψουν, θα πιουν, θα ναρκισσευτούν με την εικόνα του εξιδανικευμένου συλλογικού εαυτού τους, θα αποθεώσουν το πνεύμα της κοινότητας. Κι έτσι, όταν θα κληθούν να ψηφίσουν στη γενική συνέλευση, ερωτώμενοι τι  πιστεύουν ότι θέλουν, θα «απαντήσουν» αυτό που «αισθάνονται», αυτό που αγαπούν: τα ήθη της κοινότητας, δηλαδή την ομοιομορφία και απλότητα του συλλογικού, παραδοσιακού βίου, μακριά από εντάσεις, αντιθέσεις, συγκρούσεις, διαφωνίες. Κι εν πάση περιπτώσει, οι ανταγωνισμοί, οι ζηλοφθονίες, γενικώς τα πάθη, μπορούν να εκτονωθούν στο ενάρετο πλαίσιο διαγωνιστικού χαρακτήρα εκδηλώσεων που υπερπροσδιορίζονται από το κοινοτιστικό πνεύμα. Ιδού πώς σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυθόρμητης κι «αυταπόδεικτης» συναίνεσης, αν όχι ενθουσιώδους αποδοχής για το «κοινό αγαθό», η θέληση καθίσταται ατροφική και υπολειμματική. Ιδού πώς το βλέμμα έχει τον πρώτο ρόλο, όντας στις κρίσιμες στιγμές, ένα σιωπηλό βλέμμα…».

 * Ο Σ. Βανδώρος έχει εκλεγεί λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου από το 2010.


BOOK PRESS on line







Share